Διαμορφώνω ένα πλαίσιο και «πραγματικές» συνθήκες επικοινωνίας, προφορικής και γραπτής.


«Ακολουθώ στην τάξη μου την επικοινωνιακή προσέγγιση του γλωσσικού μαθήματος» σημαίνει διαμορφώνω ένα πλαίσιο και «πραγματικές» συνθήκες επικοινωνίας, προφορικής και γραπτής. Αυτές οι συνθήκες επικοινωνίας θα δημιουργήσουν στα παιδιά την επιθυμία (ή την πραγματική ανάγκη) και το κίνητρο να αντλήσουν και να κατανοήσουν ―έστω διαισθητικά― πληροφορίες που τους δίνονται σε προφορική ή γραπτή μορφή από το περιβάλλον τους, να τις επεξεργαστούν και να επικοινωνήσουν. Αυτές οι συνθήκες επικοινωνίας πολλές φορές μοιάζουν με ή μπορούν να μετατραπούν σε συνθήκες «επίλυσης ενός προβλήματος», πράγμα που γοητεύει τα παιδιά, ενεργοποιεί μια σειρά από συναισθηματικές και γνωστικές λειτουργίες και τα ωθεί στο να θέλουν να παράγουν και να κατανοούν μηνύματα, δηλαδή να επικοινωνούν.

Για παράδειγμα:
  • αν θέλω οπωσδήποτε να δω κάτι στην τηλεόραση και δεν ξέρω ποιο κανάλι το παίζει, θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποκωδικοποιήσω ένα πρόγραμμα τηλεόρασης,
  • αν θέλω να καλέσω κάποιον στο σχολείο μου, θα πρέπει οπωσδήποτε να επικοινωνήσω τηλεφωνικά ή γραπτά μαζί του,
  • αν θέλω να πουλήσω το ποδήλατό μου, θα πρέπει να φτιάξω μια μικρή αγγελία.
  Όταν η γλώσσα του σχολείου διαφοροποιείται από τη μητρική γλώσσα.