Ποια η σχέση ανάμεσα στο γραπτό λόγο και τις δημιουργικές δραστηριότητες;

Τι συμβαίνει όμως με το γραπτό λόγο; Όλες οι παραπάνω δραστηριότητες αφορούν κυρίως στην ανάπτυξη της ικανότητας για προφορική έκφραση. Θα μπορέσει το παιδί τελικά να οδηγηθεί και στη γραπτή έκφραση; Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το παιδί που έχει αναπτύξει αβίαστα τις γλωσσικές του δεξιότητες μέσα από δημιουργικές δραστηριότητες αποκτά και τη δυνατότητα να εκφράζεται με την πλέον επεξεργασμένη, ως προς τη συντακτική και λεξιλογική της διάρθρωση, γλώσσα, το γραπτό λόγο. Εφόσον κατανοεί το περιεχόμενο και έχει απελευθερωθεί με ποικίλους τρόπους όσον αφορά στην έκφραση, ικανοποιείται και ζητά το ίδιο να προχωρήσει στην καταγραφή των διαλόγων και των ιστοριών που έπλασε.  

Κατά την καταγραφή αυτή, επειδή επιθυμεί να γίνει κατανοητή και ενδιαφέρουσα η ιστορία του, θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει τη χρησιμότητα των βασικών κανόνων της γλώσσας. Θα καταλάβει, π.χ., ότι για να φαίνεται ποιος μιλάει, θα χρησιμοποιήσει ονομαστική πτώση (κατακτώντας έτσι στην πράξη την πτώση του υποκειμένου), για να δείξει σε ποιον ανήκει κάτι, θα χρησιμοποιήσει γενική κ.ο.κ. Αντίστοιχα, θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει τη στίξη για να μην υπάρξει παρανόηση στην ιστορία. Με αυτό τον τρόπο, η στίξη θα πάψει να αποτελείται από κάποια «σημαδάκια» που μας παιδεύουν και τα τοποθετούμε ανάμεσα στις λέξεις χωρίς να καταλαβαίνουμε τη λειτουργία τους, θα αποκτήσει λειτουργικότητα και νόημα. Γενικά, όταν το κίνητρο είναι ισχυρό, αυτός που καταγράφει μια ιστορία μπορεί να κατανοήσει την αξία και τη λειτουργικότητα των περισσότερων βασικών στοιχείων της γλώσσας. Και όταν κατανοούμε την αξία και τη λειτουργικότητα κάποιων πραγμάτων, η διαδικασία της μάθησης αποκτά νόημα και γίνεται πιο γρήγορα και πιο ουσιαστικά.